- φίλευνος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά το συζυγικό κρεβάτι, δηλαδή την συνουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -ευνος (< εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. ὅμ-ευνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίλευνος — fond of the marriage bed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek